- διεξιχνίασε
- διεξῑχνίασε , διά , ἐκ-ἰχνιάζωaor ind act 3rd sgδιά , ἐκ-ἰχνιάζωaor ind act 3rd sg (homeric ionic)διά-ἐξιχνιάζωaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.